- μελανίχροος
- μελᾰνίχροος, ον,A dark in colour,
οἶνος Hp.Mul.1.42
(s. v. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἶνος Hp.Mul.1.42
(s. v. l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελανίχροος — μελανίχροος, ον (Α) βλ. μελάγχρους … Dictionary of Greek
μελανιχρόῳ — μελανίχροος dark in colour masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάγχρους — και μελανόχρους ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους ουν, Α και μελάγχροος, οον και μελανόχροος και μελανίχροος, οον και μελάγχρως, ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, ον) μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ… … Dictionary of Greek